εμφύσημα

εμφύσημα
το, -ατος
(ιατρ.), εξόγκωση ή διαστολή ιστών ή οργάνων του σώματος, που οφείλεται σε εισαγωγή αέρα από τραυματισμό των αναπνευστικών οδών, το φούσκωμα, πρήξιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐμφύσημα — an inflation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφύσημα — Aφύσικη παρουσία αέρα μέσα στους ιστούς ή στις κοιλότητες του σώματος. Εξαιτίας παθολογικών επικοινωνιών μεταξύ των αεροφόρων οδών και των γύρω ιστών, μπορεί να διεισδύσει αέρας στον υποδόριο ιστό του θωρακικού τοιχώματος (υποδόριο ε.) ή στους… …   Dictionary of Greek

  • ἐμφυσημάτων — ἐμφύσημα an inflation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυσήμασι — ἐμφύσημα an inflation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυσήμασιν — ἐμφύσημα an inflation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυσήματα — ἐμφύσημα an inflation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυσήματι — ἐμφύσημα an inflation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυσήματος — ἐμφύσημα an inflation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφυσηματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εμφύσημα 2. ως ουσ. αυτός που υποφέρει ή πάσχει από εμφύσημα …   Dictionary of Greek

  • εμφυσηματικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο εμφύσημα (βλ. λ.). 2. ως ουσ., αυτός που πάσχει από εμφύσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”